- μονθύλευσις
- μονθύλευσις, ἡ (Α)βλ. ονθύλευσις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νθύλευσις — ὀνθύλευσις και μονθύλευσις, ἡ (Α) [ονθυλεύω] (ποιητ. τ.) η ενέργεια τού ονθυλεύω*, παρασκευή εδέσματος παραγεμισμένου με κομμένο κρέας, με κιμά … Dictionary of Greek